-
1 προδιατεθειμένος
-
2 προδιατεθειμένος
πρό-διατίθημιarrange: perf part mp masc nom sg -
3 предрасположенность
η προδιάθεση, η κλίση, η τάσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предрасположенность
См. также в других словарях:
προδιατεθειμένος — πρό διατίθημι arrange perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιατίθημι — ΝΜΑ νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προδιατεθειμένος, η, ο α) προετοιμασμένος ψυχικά, προϊδεασμένος β) προκατειλημμένος μσν. αρχ. 1. διευθετώ, τακτοποιώ κάτι προηγουμένως 2. προδιαθέτω («προδιατίθημι τινὰ οἰκείως ἔχειν», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ *… … Dictionary of Greek
προδιατίθεμαι — προδιατίθεμαι, προδιατέθηκα, προδιατεθειμένος βλ. πίν. 138 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής